-
1 ὀχετεύω
ὀχετεύω, in eine Rinne, einen Kanal führen, durch einen Kanal ableiten, eine Wasserleitung führen, ποταμὸν ὀχετεῦσαι, Her. 2, 99, u. pass., ὕδωρ ὀχετευόμενον, 3, 60. – Uebertr.; ὡς πρὸς οἶκον ὠχετεύετο φάτις, Aesch. Ag. 841; Plat. πῦρ ἐπὶ πῠρ ὀχετεύειν εἰς τὸ σῶμα, Legg. II, 606 a; Sp. – Im med., Ep. ad. 387 (IX, 162).
-
2 οχετευω
1) отводить каналом(ποταμόν Her.)
τὸ ὕδωρ ὀχετευόμενον Her. — отведенная (проведенная) вода2) проводить, пропускать, разноситьὡς πρὸς οἶκον ὠχετεύετο φάτις Aesch. — как разнесла по всему дому молва -
3 ὀχετεύω
A conduct water by a conduit or canal,τὸν ποταμὸν ὀχετεῦσαι Hdt.2.99
, cf. PPetr.1p.78 (iii B. C.): metaph., ;πῦρ ἐπὶ πῦρ ὀ. εἰς τὸ σῶμα Pl.Lg. 666a
;ἡ φύσις τὸ αἷμα διὰ παντὸς ὠχέτευκε τοῦ σώματος Arist.PA 668a20
:—[voice] Med.,ῥοῦν ὀχετευσάμενος AP9.162
:—[voice] Pass., to be conducted, conveyed,ὕδωρ ὀχετευόμενον διὰ σωλήνων Hdt.3.60
; ; ὀχετεύσομαι in pass. sense, Pherecr.130.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχετεύω
См. также в других словарях:
σωλήνας — Μακρουλό και διάτρητο σώμα όπως το καλάμι: σιδερένιος σ., σ. πυροβόλου, σ. καπνοσύριγγας κλπ. Επίσης πεπτικός σ. καθώς και ένα είδος οστρακόδερμου. Οι σωλήνες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία για πολλαπλές χρήσεις. Στη φωτογραφία,… … Dictionary of Greek